- σεμικαρβαζίδιο
- το, Νχημ. αζωτούχα χημική ένωση που έχει βασικό χαρακτήρα ανάλογο προς την υδραζίνη και είναι κρυσταλλικό στερεό σώμα το οποίο τήκεται στους 90°.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμικαρβαζόνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σεμικαρβαζόνες χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων που προκύπτουν κατά τις αντιδράσεις συμπύκνωσης τών αλδεϋδών και τών κετονών με το σεμικαρβαζίδιο … Dictionary of Greek